-
1 κροκόεις
κροκόεις, εσσα, εν, saffrangelb; στολίς Eur. Phoen. 1505; κισσός Theocr. ep. 3 (IX, 3381; vgl. 1, 31; χ ιτών Phalaec. bei Ath. X, 440 d; ohne den Zusatz χιτών allein ὁ κροκόεις = ein Prachtkleid von Saffranfarbe, Ar. Th. 1044.
-
2 κροκόεις
κροκόεις, εσσα, εν, saffrangelb; ὁ κροκόεις = ein Prachtkleid von Saffranfarbe -
3 κροκοεις
I(στολίς Eur.; καρπός Theocr.; κισσός, χιτών Anth.)
IIὅ (sc. χιτών) платье шафранного цвета Arph. -
4 κροκόεις
κροκόειςsaffron coloured: masc nom sg -
5 κροκόεις
-
6 κροκόεις
A saffron coloured, prob.l. in Pi.P.4.232, cf. Sapph.Supp.22.7;δαῦκον Thphr.HP9.15.5
;κισσός Theoc.Ep.3
;στολίδος κ. τρυφά E. Ph. 1491
(lyr.); χιτών Phalaec. ap. Ath.10.440d.2 κροκόεις (sc. χιτών), ὁ, = κροκωτός, dress-robe of saffron,ὃς ἐμὲ κροκόεντ' ἐνέδυσεν Ar.Th. 1044
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κροκόεις
-
7 κροκόεν
κροκόειςsaffron coloured: masc voc sgκροκόειςsaffron coloured: neut nom /voc sg -
8 κροκόεντα
κροκόειςsaffron coloured: neut nom /voc /acc plκροκόειςsaffron coloured: masc acc sg -
9 κροκόεντας
κροκόειςsaffron coloured: masc acc pl -
10 κροκόεντι
κροκόειςsaffron coloured: masc /neut dat sg -
11 κροκόεντος
κροκόειςsaffron coloured: masc /neut gen sg -
12 κροκόεσσαν
κροκόειςsaffron coloured: fem acc sg -
13 κροκόω
2 wrap in wool, Phot.
См. также в других словарях:
κροκόεις — κροκόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού κρόκου, κίτρινος 2. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ό κροκόεις ή τὸ κροκόεν ένδυμα βαμμένο με κρόκο («ὃς ἐμὲ κροκόεν τόδ ἐνέδυσεν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + επίθημα (ο)εις (πρβλ. αστερ… … Dictionary of Greek
κροκόεις — saffron coloured masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκόεν — κροκόεις saffron coloured masc voc sg κροκόεις saffron coloured neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκόεντα — κροκόεις saffron coloured neut nom/voc/acc pl κροκόεις saffron coloured masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκόεντας — κροκόεις saffron coloured masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκόεντι — κροκόεις saffron coloured masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκόεντος — κροκόεις saffron coloured masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκόεσσαν — κροκόεις saffron coloured fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
κροκοΐτης — ο (ορυκτ.) χρωμικό ορυκτό τού μολύβδου που έχει παρόμοια σύσταση με το κίτρινο τού χρωμίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. crocoite < γερμ. krokoit, άλλος τ. τού krokoisit < γαλλ. crocoise < κροκόεις < κρόκος) + κατάλ. it. Η λ.… … Dictionary of Greek
κρόκος — (Βοτ.). Βολβόρριζη πόα της οικογένειας των ιριδιδών (μονοκοτυλήδονα), η επιστημονική ονομασία της οποίας είναι Crocus sativus. Έχει κονδυλώδη βολβό, από τον οποίο εκφύονται 6 10 στενά, επιμήκη, πράσινα φύλλα, συγχρόνως με τα άνθη. Τα άνθη, 1 2… … Dictionary of Greek